Ιστορία
Η περιοχή του Νομού Θεσπρωτίας προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Ελλάδος κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων το 1913 όταν ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την περιοχή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αρχικά ολόκληρη η περιοχή υπάχθηκε στο Νομό Ιωαννίνων. Το 1928 συγκροτήθηκε ο νομός Θεσπρωτίας από δυτικά τμήματα του νομού Ιωαννίνων και βόρεια τμήματα του νομού Πρεβέζης, λαμβάνοντας το αρχαίο ελληνικό όνομα του επώνυμου μυθικού ήρωα Θεσπρωτού
Στην απογραφή του 1981 (πριν την εφαρμογή της διοικητικής διαίρεσης του σχεδίου Καποδίστρια), ο νομός Θεσπρωτίας περιελάμβανε 4 επαρχίες, 3 δήμους, 99 κοινότητες και 171 οικισμούς.
Στην αρχαιότητα η Θεσπρωτίς αποτελούσε χώρα των δυτικών παραλίων της αρχαίας Ηπείρου μεταξύ της Χαονίας, της Μολοσσίας και της Κασσώπης. Όρια αυτής ήταν προς Β. ο ποταμός Θύαμις, προς Ν. ο Αχέρων και προς Α. το όρος Ζάβροχο.
Ο Στράβων θεωρούσε και την Κασσωπαία τμήμα της Θεσπρωτίας, αν και είναι γνωστό από αρχαία νομίσματα ότι η Κασσωπαία αποτέλεσε για κάποιο διάστημα αυτόνομη πολιτεία. Αν ληφθεί όμως υπόψη η γνώμη του Στράβωνα, όπως και άλλων συγγραφέων, που τοποθετούν τη Δωδώνη σ΄ αυτή τη χώρα, τότε θα πρέπει να εκλαμβάνεται ότι η Θεσπρωτία στην αρχαιότητα περιελάμβανε όλη την έκταση της περιοχής Σουλίου, τις πεδιάδες της Άρτας και της Πρέβεζας, μέχρι και τον Αμβρακικό κόλπο. Μνεία των κατοίκων της κάνει επίσης και ο Όμηρος, αναφέροντας τον Βασιλέα αυτής τον Φείδωνα καθώς επίσης ο Ηρόδοτος και άλλοι μεταγενέστεροι.
Στη περίοδο της ακμής της η Θεσπρωτία περιελάμβανε εκτός από την Κασσωπαία και την Ελαιάτιδα, τη Δρυοπία, την Κεστρίνη της Χαονίας και την Αθαμανία (σημερινή Τζουμέρκα). Ιστορικά επίσης υπήρξαν και τα παράλιά της.
Η πόλη Εφύρα είναι η αρχαιότερη πόλη της Ηπείρου. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στο Νεκρομαντείο Αχέροντα (σε απόσταση 600 μέτρων) στο χωριό Μεσοπόταμος Πρέβεζας.
Η Εφύρα χτίστηκε από Μυκηναίους εποίκους τον 14ο – 13o αιώνα π.Χ. και ήταν ήδη σημαντικό εμπορικό κέντρο από τα χρόνια του Ομήρου. Μάλιστα αναφέρεται συχνά στην Οδύσσεια, αλλά και σε άλλους μύθους. Ένα μυκηναϊκό εγχειρίδιο (μαχαίρι) είναι το κυριότερο αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί Κορίνθιοι και Ηλείοι άποικοι, κτίζοντας τις πόλεις Πανδοσία, κλπ. Σήμερα σώζονται τμήματα του εξωτερικού τείχους της Εφύρας και δύο τάφοι παιδικοί της Εποχής του Σιδήρου. Η πόλη Εφύρα αποτέλεσε το πρότυπο για τις γηγενείς πόλεις που δημιουργήθηκαν από το πρώτο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα με το συνοικισμό των γύρω χωριών. Στην Εφύρα υπήρχε το περίφημο Νεκρομαντείο στις όχθες του Αχέροντα ποταμού. Η Εφύρα περιήλθε πιθανότατα στους Θεσπρωτούς μετά το 343 π.Χ., όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β’, ανάγκασε τη γειτονική αποικία των Ηλείων, την Πανδοσία (σήμερα χωριό Καστρί), όπως και τις άλλες ηλειακές αποικίες, να παραδοθούν. Στην περίοδο αυτή των ελληνιστικών χρόνων(330/325 – 168 π.Χ.) ίσως δόθηκε στην πόλη το παλαιό τοπικό όνομα Κίχυρος. Η πόλη καταστράφηκε το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους του Αιμίλιου Παύλου, όπως άλλωστε και άλλες 69 πόλεις της Ηπείρου. Ανασκαφές στην αρχαία Εφύρα, βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά τη διάρκεια των ετών 2008-2009-2010.[1]
Μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, η Εφύρα ερημώθηκε για ενάμιση περίπου αιώνα. Στην αυτοκρατορική όμως περίοδο ο οικισμός αναβίωσε και μάλιστα με το παλιό (προϊστορικό) του όνομα Κίχυρος (Στραβ. VII, 7,5 : Κίχυρος, η πρότερον Εφύρα). Η αναβίωσή της θα πρέπει κυρίως να συνδεθεί με την επαναλειτουργία του νεκρομαντείου του Αχέροντα, καθώς και με την οργάνωση της επικράτειας (territorium) της ρωμαϊκής αποικίας Φωτικής, από την οποία εξαρτιόταν διοικητικά.
Το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα[1] βρίσκεται στο χωριό Μεσοπόταμος, του Νομού Πρεβέζης, στο σημείο όπου κατά τον Όμηρο «έσμιγε ο ποταμός Αχέρων με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο του κόσμου των ψυχών». Το Νεκρομαντείο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στον οποίο κατέληγαν οι επισκέπτες από το Ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά, για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των αγαπημένων τους προσώπων. Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει αναλυτικά την περιοχή κατά την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη. Μετά την αποξήρανση της λίμνης Αχερουσίας τη δεκαετία του 50, η όλη γεωγραφία της περιοχής έχει αλλάξει και το μόνο που παραμένει είναι η ήρεμη συμβολή Αχέροντα και Βωβού ποταμού στην πεδιάδα, λίγα μέτρα κοντά στό λόφο του Νεκρομαντείου. Η πρώτη λειτουργία και κατασκευή του Νεκρομαντείου ανάγεται στούς Μυκηναϊκούς χρόνους (1200 πΧ), όμως πολλά από τα σημερινά ερείπια φαίνεται να είναι Ελληνιστικής Εποχής (323 πΧ και μετά).
Γεωγραφία και κλίμα
Σημαντικότερες πεδιάδες είναι η παρά τις εκβολές του Θύαμη που ενώνεται με την ευρύτερη πεδιάδα της Ηγουμενίτσας συνολικής έκτασης 60 τ.χλμ. ενώ υφίστανται και δύο μικρότερες δυτικά από τα όρη Παραμυθιάς και στη περιοχή Μαργαριτίου.
Η ακτογραμμή του νομού Θεσπρωτίας εκτείνεται από Β-ΒΔ (αλβανικά σύνορα), ακρωτήριο Στύλος, προς Ν-ΝΑ. ακρωτήριο Βαρλαάμ, συνεχίζοντας στο νομό Πρεβέζης με τις ακόλουθες εγκολπώσεις – διαμορφώσεις από Β. προς Ν.: όρμος Αετού, λιμένας Παγανιάς, όρμος Χαλκιάς, ακρωτήριο Στροβίλι, όρμος Σαγιάδας, ακρωτήριο Καλαμάς και προ αυτού η νησίδα Ξεράδι, όρμος Βάλτου, όπου παρατηρούνται μεγάλες προσχώσεις από τις εκβολές του ποταμού Καλαμά, ακρωτήριο Βατάτσας, με την έναντι νησίδα Πρασσούδι.
Στη συνέχεια ακολουθεί ο μεγάλος όρμος Ηγουμενίτσας, στο μυχό του οποίου υφίσταται μεγάλη υφαλαύλακα και ο λιμένας Ηγουμενίτσας, προ του οποίου βρίσκεται η νησίδα Αγιονήσι. Ακολουθεί ο όρμος Πλαταριάς, με την έναντι νησίδα Χειρονήσι και νοτιότερα οι νησίδες Άγιος Νικόλαος και Μαύρο Όρος, όπου και το νότιο σημείο διέκπλου του στενού της Κέρκυρας. Ακολουθεί νοτιότερα το ακρωτήριο Βαρλαάμ, λίγο μετά του οποίου συνεχίζεται η ακτογραμμή του νομού Πρεβέζης.
Το κλίμα του νομού, γενικά στα παράλια είναι μεσογειακό, και βαθμιαία στο εσωτερικό ηπειρωτικό.
Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/Νομός_Θεσπρωτίας, https://el.wikipedia.org/wiki/Εφύρα_Θεσπρωτίας, https://el.wikipedia.org/wiki/Νεκρομαντείο_Αχέροντα